μυοτομία

μυοτομία
και μυοτομή, η
ιατρ. η χειρουργική τομή μυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotomie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -τομία < -τόμος < τέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυοτόμο — το ιατρ. χειρουργικό μαχαιρίδιο με το οποίο γίνεται η μυοτομία …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”